ἀκούει

ἀκούει
ἀκούω
hear
pres ind mp 2nd sg
ἀκούω
hear
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὅς οὐκ ἀκούει τῶν γονέων, ἀκούει τῶν ὀρνέων. — См. Кто не слушает отца матери, послушается телячьей шкуры …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀκούει — ἀκούει , ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούει , ἀκούω hear pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • кто не слушает отца-матери, послушается телячьей шкуры — Не слушался отца, послушаешься кнутца. Ср. Не слушался отца и матери, послушайся теперь барабанной шкуры . Не хотел шить золотом, теперь бей камни молотом . Достоевский. Записки из Мертв. дома. 1, 1. Ср. Wer Vater und Mutter nicht hören will,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кто не слушает отца матери, послушается телячьей шкуры — Кто не слушаетъ отца матери, послушается телячьей шкуры. Не слушался отца, послушаешься кнутца. Ср. «Не слушался отца и матери, послушайся теперь барабанной шкуры». «Не хотѣлъ шить золотомъ, теперь бей камни молотомъ». Достоевскій. Записки изъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αριήκοος — ἀριήκοος, ον (Α) 1. ονομαστός, ξακουστός 2. αυτός που ακούει από μακριά, που ακούει χωρίς δυσκολία, ο ευήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ακούω (με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση)] …   Dictionary of Greek

  • ευήκοος — η, ο (ΑΜ εὐήκοος, ον Α και εὐάκοος, ον) αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς») αρχ. μσν. 1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά 2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ …   Dictionary of Greek

  • πανήκοος — ον, Μ αυτός που ακούει όλα όσα λέγονται, αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”